συναθροίζομαι

συναθροίζομαι
συναθροίζομαι, συναθροίστηκα, συναθροισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • схожуся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (συναθροίζομαι) собираюсь; стекаюсь (συῤῥέω), (συνέρχομαι)… …   Словарь церковнославянского языка

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • αθροίζω — (Α ἀθροίζω και ἁθροίζω) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω νεοελλ. Μαθημ. εκτελώ την πράξη τής προσθέσεως, προσθέτω αρχ. Ι. ενεργ. 1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω 2. συσσωρεύω, θησαυρίζω ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από… …   Dictionary of Greek

  • αμφαγείρομαι — ἀμφαγείρομαι (Α) συναθροίζομαι γύρω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + αρχ. ἀγείρομαι. Οι τ. ἠγερέθονται, ἠγερόθοντο πλάστηκαν στην επική γλώσσα με παρεμβολή τού σχηματιστικού επιθήματος θ και γενίκευση τού η για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • ανειλώ — ἀνειλῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. 1. ξεδιπλώνω, ανοίγω 2. περιτυλίγω, στριμώχνω II. μέσ. 1. συνωθούμαι, συναθροίζομαι 2. περιορίζομαι, στενοχωρούμαι 3. (για γλώσσα) συμμαζεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ειλώ ( έω) «συνωθώ, συγκεντρώνω, τυλίγω». ΠΑΡ. αρχ …   Dictionary of Greek

  • εναγελάζομαι — ἐναγελάζομαι (Α) συγκεντρώνομαι σ έναν τόπο σαν αγέλη, συνάγομαι, συναθροίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ηγερέθομαι — ἠγερέθομαι (Α) (επιτ. τ. τού ἀγείρομαι, μόνο στο γ πληθ. ενεστ. και πρτ. και απρμφ. ενεστ.) συνάζομαι, συναθροίζομαι («ἀμφί δέ μιν... ἀγοὶ ἠγερέθονται», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επικό τ. τού αγείρω*(θ. αγερ ) παρεκτεταμένο με θ . Απαντά… …   Dictionary of Greek

  • κατειλώ — κατειλῶ, έω και κατείλλω και κατίλλω (Α) 1. μαζεύω σε στενό χώρο, συμπιέζω, περιορίζω, στριμώχνω («κατειλήθησαν ἐς Διὸς στρατίου ἱρόν», Ηρόδ.) 2. περιτυλίγω («ταινίαις κατειλημένος τὴν κεφαλήν», Λουκιαν.) 3. διπλώνω, συμπτύσσω 4. παθ. επιγρ.… …   Dictionary of Greek

  • ομηγερής — ὁμηγερής και δωρ. τ. ὁμαγερής, ές (Α) (επικ. τ.) 1. συναθροισμένος, συγκεντρωμένος («οἱ δ ἕατ εἰν ἀγορῇ... πάντες ὁμηγερέες», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ὁμηγερὴς γίγνομαι» συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηγερής (< θ. αγερ τού… …   Dictionary of Greek

  • ομιλώ — (ΑΜ ὁμιλῶ, έω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο 2. γνωρίζω μια γλώσσα και τή χρησιμοποιώ με ευχέρεια («ὁμιλεῑν ἑβραϊστί», Ιώσ.) 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό») 4. συζητώ, συνδιαλέγομαι («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”